Σαν καπετάνιος κάθεται η μάνα στο τιμόνι …

Posted by on May 11, 2020 in Ποίηση | No Comments

Visits: 323

Στη μάνα μου.

Τι κρίμα πούναι στο παιδί, στην πεθαμένη μάνα,
να λέγη ‘κείνα που πρεπε στην ζηση να της λέη,
για να της δίνη δύναμη παρηγοριά και θάρρος
προτού «επάνω, να της πη, έλα κυρά μ’» ο χάρος
και να αισθάνεται αργά, πολύ αργά να κλαίη,
όταν ακούση να κτυπά…. η θλιβερή καμπάνα.

Τι κρίμα πούναι στο παιδί, για να πονή να κλαίη
και μυρολόγια άκαιρα, που πάνε στον αέρα, 
στ’ αραχνιασμένο μνήμα της τής μάνας του να λέη,
πού λόγια είναι μοναχά και μένουν εδώ πέρα.

Τι κρίμα πούναι στο παιδί, αδιάφορο στην κλίνη
να πέφτη που του έστρωσε με πόνο η μητέρα,
με τόσα γλυκοόνειρα και με χρυσοελπίδες
(ελπίζει πάντα η δύστυχη, να ξημερώση μέρα
να λάμψουνε του ήλιου της και ποθηταίς αχτίδες)
– χωρίς κάν η καρδούλα του να ταραχθή κι’ ο νούς του
μεσα στης άλλαις σκέψεις του, στους άλλους λογισμούς του,
ν’ αναμετρήση την καρδιά της μάνας του εκείνη.

Και να της πή «μανούλα μου, πόνο πούχω μεγάλο
και εις τα ξένασ χάνομαι μα θα’ λθω μία μέρα,
που σε θρονί ολόχρυσο, θα φτιάξω, να σε βάλλω
να λησμονής τα βάσανα και τόσα περασμένα».

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

Σαν καπετάνιος κάθεται η μάνα στο τιμόνι
και ταξειδεύει την τρανή του βίου τρικυμία
και τηνε δέρνουν βάσανα και τηνε δέρνουν πόνοι
μα έχ’ η μάνα αντοχή κι’ έχει κ’ ιδέα μία
να βρή λιμάνι ήσυχο ν’ αράξη το παιδί της
ν’ αφήση το τιμόνι της κι’ ας φύγη κ’ η ψυχή της.

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

Κ’ όλο μπαλεύ’ αδιάκοπα, κι’ ο νούς της όλο τρέχει,
μα τρέχουν και τα χρόνια της, τα βάσανα την λυώνουν
και αν υπάρχουν ευτυχείς πολλοί καπετανέοι
μά και πολλοί χωρίς να δούν είνε πού τελειώνουν
τα δύσκολα ταξείδια τους και χάνονται πανταίοι –
-την αμουδιά, που θαλασσα νανουριστά την βρέχει.

“Ετσι και μάναις δύστυχες πρό του να ‘δούν το θέλουν
σβύνουνε, λυώνουν σάν κηριά και φεύγουν πικραμέναις
από αυτήν την πάλη του ψεύτικου του κόσμου
με δακρυσμένους οφθαλμούς, καταφαρμακωμέναις
από ποτήρια πικρά του βρίθοντός των δρόμου
και στο ξεψύχησμά των την προσευχή των στέλλουν
για τους κρυφούς των πόθους παρακαλούσ’ ακόμα
που την σφραγίζουν δάκρυα και στεγνωμένο στόμα

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

Θαρρώ πώς βλέπ’ ακόμη στον αποχωρισμό μας
το τελευταίο δάκρυ σου το μάγουλο να βρέχη,
σ’ ορκίζομαι, μητέρα μου, στον συναπαντηγμή μας
ότι δεν εξεράθηκε, μα στην καρδιά μου τρέχει!

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

Δεν κλαίω πώς απόθανες, είναι κοινός ο δρόμος
κλαίω γιατί δεν πρόφθασα μάνας καρδιά να κρίνω.
μετανοιωμένος έρχομαι, στο μνημά σου σιμώνω,
μα πειο πολλαίς με δέρνουνε λύπαις όταν μακρύνω.
βοτάνι της παρηγοριάς δεν βρίσκω για τον πόνο,
…άχ! τι πληγαίς αγιάτρευταις έχει αυτός ο κόσμος !!

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

Τι κρίμα πούναι στο παιδί αργά να τα θυμάται
και νάρχηται να τα λαλή σ’ αυτιά που δεν ακούνε!
αλλά τί πόνος μέσα του και το κακό μυκάται,
τί λύπαις δέρνουν την ψυχή κι’ αυτόν τον νου κτυπούνε.

Εν Παρισίοις, 22)8)906.

Βάσος Βέργης ιατρός.


Το ποίημα διασώθηκε στο αρχείο της Καλλιόπης Καρακατσάνη.