οι ξενιτεμένοι (WHEN THE YEARNING RIVERS RUN)

Posted by on Aug 1, 2000 in Μουσική | No Comments

Visits: 1334

SONGS AND DANCES OF KARPATHOS

This  album was originally produced in the US in 1989 at a very low circulation (LP and Cassette Tape). The new version was digitally remastered and  produced by Apella Nota in 2000 as AN-101. The CD contains 7 studio recorded Karpathian songs, featuring Yannis Panagiotou (Lyra & Vocals), Manolis Panagiotou (Vocals), Efthimios Vergis on Lute. Nick Diakos† wrote the lyrics. [English liner notes follow below the Greek text]

2000-xenitemeni

Κάρπαθος. Ένα απόμακρο νησί στο τέλος της άγονης γραμμής, που ανέκαθεν αποχαιρετά και καλωσορίζει τα παιδιά του.

Πουλί μικρό κι ανήξερο, σκέψου πριχού πετάσεις,
τι άνεμο θα βολευτείς, ποιά στράτα θία πιάσεις.

Αμά ‘βρεις το κουράγιο σου, κι ανοίξεις τα φτερά σου,
όσο αλάργου και να πας, θυμού τη τη κασσά σου.

Στο πέταγμά σου άμα χαθείς, νιώσεις ορφανεμένο,
να μη κα(θ)ήσεις σε χλα(δ)ί, να κελαδήσει ξένο.

Παρ’ την ευχή μου φυλαχτό, όσο κι αν ξεστρατίσεις,
το δρόμο σου να ξαναβρείς και πίσω να (γ)υρίσεις.

Με αυτές τις μαντινάδες ερμηνεύει ο Νίκος Διάκος—ένας από τους πιο χαρισματικούς ποιητές της Καρπάθου—την αγωνία και τον πόνο της μάνας για το μισεμό του γιου της. Δεν θα σταθεί εμπόδιο στης μοίρας το γραμμένο, θα υποστεί καρτερικά του χωρισμού τον πόνο: η ευχή της φυλαχτό στον κόρφο του παιδιού της, πυξίδα της επιστροφής στον γονικό τον τόπο…

Όταν στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ. αρχίζει η παρακμή του Βυζαντίου με επικράτηση της πειρατείας στη Μεσόγειο, οι κάτοικοι της Καρπάθου φεύγουν από τα παράλια και αποσύρονται στο εσωτερικό της. Αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την αξιόλογη ναυπηγική, τη ναυτιλία, την αλιεία και το εμπόριο που είχαν αναπτύξει και περιορίζονται σε αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες. Το άγονο έδαφος και οι περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις του νησιού δεν μπορούν όμως να συντηρήσουν τους κατοίκους του. Πολλοί από αυτούς αποζητούν την τύχη τους σε άλλες χώρες.

Οι Καρπάθιοι μετανάστες αρχίζουν να «χτίζουν τον κόσμο», όπως λέγεται, μια που ταξιδεύουν σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, εξασκώντας τα επαγγέλματα του χτίστη, και του μαραγκού. Φεύγουν από το νησί όταν «ησυχάζουν οι θάλασσες», δηλαδή τον Απρίλη—και επιστρέφουν το φθινόπωρο, όταν αρχίζουν οι σπορές.

Οι αρχές του 20ου αιώνα βρίσκουν τους Καρπάθιους κάτω από το ζυγό των Τούρκων και αργότερα των Ιταλών. Οι οικονομικές συνθήκες χειροτερεύουν, οι κατακτητές καταπιέζουν και έτσι αυξάνεται η τάση προς μετανάστευση. Όλο και περισσότεροι μεταναστεύουν στον Πειραιά, την Αθήνα και τη Ρόδο. Άλλοι φεύγουν για χώρες ξένες και πολλές φορές μακρινές—την Αίγυπτο, το Σουδάν, τη Ροδεσία, την Αμερική και την Αυστραλία. Οι γεωγραφικές αποστάσεις, οι πόλεμοι και οι οικονομικές δυσκολίες κάνουν τα ταξίδια αραιά, την επικοινωνία δύσκολη. Και τον πόνο του αποχωρισμού μονιμότερο από ποτέ.

Εξαπλώνονται, λοιπόν, οι Καρπάθιοι στα πέρατα της γης, ριζώνουν στους ξένους αλλά φιλόξενους τόπους, πασχίζουν να βελτιώσουν τη μοίρα τους και με τον ιδρώτα του τίμιου μόχθου τους ευδοκιμούν και διαπρέπουν. Σε όποια γωνιά της γης βρεθούν δημιουργούν με την πάροδο του χρόνου ιδιαίτερα σφριγηλές παροικίες. Μέσα σ’ αυτές, μετανάστες πρώτης, δεύτερης αλλά και τρίτης γενιάς πασχίζουν να διατηρούν αναλλοίωτη την εθνική τους ταυτότητα και την πολιτιστική τους συνείδηση. Το βλέμμα τους όμως είναι στραμμένο προς τη μητέρα Κάρπαθο και στόχος της ζωής τους παραμένει η συντομότερη δυνατή παλιννόστηση.

Στη δεκαετία του 80 στη Νέα Υόρκη, όπου ακμάζει η μεγαλύτερη παροικία των Καρπαθίων της Αμερικής, μια παρέα σχηματίζεται. «Στέκι» τους το εστιατόριο Clairmont του Νίκου Διάκου. Εκεί στο κατώφλι της κουζίνας, όποτε το επιτρέπουν οι περιστάσεις και το επιβάλλει το συναίσθημα, επιδίδονται με ευλαβική συνέπεια στη μουσική και το τραγούδι του νησιού. «Καλουργίζουν το χωράφι και ποτίζουν το δέντρο της καρπάθικης μούσας», που ανθεί όσο ποτέ στη μαύρη ξενιτιά.

Ο Γιάννης Παναγιώτου με τη μελωδική λύρα του παίζει τους σκοπούς της μακρινής πατρίδας. Ο Ευθύμιος Βέργης συνοδεύει με περίτεχνες πενιές στο λαούτο. Ο Γιάννης και ο αδελφός του ο Μανώλης τραγουδούν με τη γλυκιά φωνή τους για τα πάθη της ξενιτιάς, τον πόνο του αποχωρισμού και το νόστο.

Ο Νίκος τους ακούει, τα μάτια βουρκώνουν. Και ο νους του ανατρέχει στη δική του ζωή. Χρόνια στις στράτες της ξενιτιάς ζει κι εκείνος τον πόνο του μισεμού, το δίλλημα των δυο πατρίδων. Νιώθει μέσα στα πλούτη του ξένου τόπου τη στέρηση της μητρικής γης, αλλά βρίσκει ανακούφιση στις μνήμες των νεανικών του χρόνων. Εικόνες και ήχοι από το νησί περνάνε από μπροστά του και βρίσκουν διέξοδο σ’ ένα πρόχειρο χαρτί:

Μικρός εξενιτεύτηκα, αμ’ είχα το σκοπό μου,
δύο τρία χρόνια το πολύ και να ‘ρθω στο χωριό μου.

Τα τρία έξι γίνασι, τα έξι εικοσιέξι,
ο ξένος τόπος τυχερό, ήτο να με πλανέψει.

… οι δυο πατρίδες ει’ κακές, όπως και να τα κάνεις

Η μια δεμένο σε βαστά, μ’ αγάπες κι αναμνήσεις,
κι η άλλη πλούτη άφθονα, σου δίνει για να ζήσεις.

Οι μαντινάδες του Νικολή συνεπαίρνουν την παρέα. Με μεράκι και μαεστρία τις μελοποιούν. Και σε λίγες μέρες ηχογραφούν το δίσκο που κρατάτε στα χέρια σας. Κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1987 και πολύ γρήγορα γίνεται ανάρπαστος.

Μιλάει στην καρδιά του Καρπάθιου. Γιατί εκφράζει τον πόνο που δεν γιαίνει, το κενό που δεν συμπληρώνεται, το πάθος για τον γονικό τον τόπο. Οι στίχοι «εικονογραφούν» με εντυπωσιακή ακρίβεια την «εσωτερική περιπέτεια» του σύγχρονου Καρπάθιου της διασποράς. Συνταιριάζουν, σε μια αρμονική σύζευξη, τη νοσταλγία με τη συνειδητή εκείνη επιταγή να μπορεί καθένας, παρά τη θητεία στην ξένη γη, να εξακολουθεί να ανήκει ψυχικά στον τόπο των προγόνων του. Η μουσική σύνθεση και η αψεγάδιαστη απόδοσή τους από τους οργανοπαίκτες, η συγκλονιστική ερμηνεία των μαντινάδων από τους τραγουδιστές, το γνήσιο και πιστό στην παράδοση ύφος, δημιουργούν ένα σύνολο που συγκινεί βαθύτατα και—πολλές φορές—συναρπάζει. Δικαιολογημένα, λοιπόν, αποτελεί σταθμό την Καρπαθιακή Δισκογραφία.

Σήμερα, δύο από τους συντελεστές του έργου είναι ακόμα ξενιτεμένοι. Ο Νίκος ζει στην Αμερική, έχει περάσει πολλές φουρτούνες και δεν βρίσκει τη δύναμη να γυρίσει στην πατρική γη. Ο Ευθύμιος, γέννημα και θρέμμα της Αμερικής, φροντίζει «όποτε οι περιστάσεις το επιτρέπουν και το συναίσθημα το επιβάλλει», να επισκέπτεται την Κάρπαθο. Ο Γιάννης πρώτος-πρώτος πήρε το δύσκολο δρόμο της επιστροφής για μια ζωή πιο απλή και ίσως πιο ανθρώπινη. Ο αδελφός του ο Μανώλης, ακολούθησε και αυτός την ίδια πορεία. Σήμερα ζει στην Κάρπαθο και χαίρεται τον «γονικό τον τόπο».

Εμείς χαιρετίζουμε την πολύτιμη συνεισφορά τους στη μουσική μας παράδοση. Θεωρούμε το θέμα επίκαιρο και αντιπροσωπευτικό της «Οδύσσειας» όλης της σύγχρονης Ελλάδας. Γι αυτό και κυκλοφορούμε και πάλι το έπος των «Ξενιτεμένων». Σάς το παρουσιάζουμε με υπερηφάνεια και συγκίνηση…

ΣΤΙΧΟΙ

1 – ΔΙΛΗΜΜΑ [9:01]
Πού να πουλούνε γιατρικό, ο χωρισμός να γιαίνει,
να πιούνε να γιατρεύ(γ)ουτε, ουλ’ οι ξενιτεμένοι.

Να πιω κι εγώ της ληγσμονιάς το φάρμακο που λένε,
οι άλλοι να μη τα θωρούν, τα μάτια μου που κλαίνε.

Δύσκολο είναι τη πληγή, της ξνειτιάς να γιάνεις,
οι δυο πατρίδες ει’ κακές, όπως και να τα κάμεις.

Η μια δεμένο σε βαστά, μ’ αγάπες κι αναμνήσεις,
κι η άλλη πλούτη άφθονα, σου δίνει για να ζήσεις.

2 – ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ [5:20]
Πόσες φορές ο λογισμός, φεύγει κι η θύμησή σου,
κι έρχεται κι αγκαλιάζει σε, εφτάμορφο νησί μου.

Μπορεί στη ξενιτιά να ζω κι εγώ και τόσοι άλλοι,
μ’ όνειρο είναι και σκοπός, να ξαναρθούμε πάλι.

Να καταριούμαι δεν μπορώ, δεν το βαστά η καρδιά μου,
μαύρη κακούργα ξενιτιά, που πήρες τα παιδιά μου.

3 – ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΗ ΞΕΝΙΤΙΑ [7:39}
Ο γονιός παρακαλεί…
Δέματα στέλνου και λεφτά κι εγέμισε το σπίτι,
Εις τους αγίους τάζω, σχόλη καθημερ(ι)νή,
να φέρου τα παιδιά μας απάνω στο νησί.
αμμέ το γέλιο κι η χαρά, παντοτινά μας λείπει.
Στον Άη Νικόλα πάω την κάθε Κυριακή,
ανάβω τα καντήλια του κι ένα μικρό κερί.

Καντήλι ανάβω προσκυνώ και στους αγίους τάζω,
ούλοι να μονοσυναχτού, να μην αναστενάζου.

Βάσανα τράβηξα πολλά, περάσα και τα χρόνια,
κι ακόμα δεν εχάρημε, ούτε παιδιά κι εγγόνια.

Το παιδί απαντά…
Μικρός εξενιτεύτηκα, αμ’ είχα το σκοπό μου,
δυο τρία χρόνια το πολύ και νά ‘ρθω στο χωριό μου.

Τα τρία έξι γίνασι, τα έξι εικοσιέξι,
ο ξένος τόπος τυχερό ήτο να με πλανέψει.

4 – ΦΕΥΓΩ ΜΕ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ [4:22]
Νύχτα περνώ και τραγουδώ, εις την εξεπορτιά σου,
φεύγω με το ξημέρωμα και σφίξε την καρδιά σου.

Κλείνε τα παραθύρια σου, τη νύχτα σα κοιμάσαι,
κι όσοι περνού και τραφουδούν, εμένα να θυμάσαι.

5 – ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΩ Τ’ ΑΡΜΙΔΑΚΙ ΜΟΥ Παραδοσιακό [5:23]
Και παίρνω τ’ αρμι(δ)άκι μου και το πικαλαμάκι μου,
και πη(γ)αίνω να ψαρέψω, μαύρα μάτια να γυρέψω.

Και με την πρώτη αρμιδιά, βγαίνει ο Χριστός κι η Παναγιά,
ρίχνω πιάνω ένα ψαράκι, που το λέ(γ)ασι λαυράκι.

Και σχίζω την κοιλίτσα του, πόνο που ‘χ’ η καρδίτσα του,
και βγάζω τρία κοράσια, σα του Μάη τα κεράσια.

Η μια ‘το που το Γαλατά, βάστα καρδιά μου δυνατά,
κι η άλλ’ ήτο ‘πό τη Πόλη, που την εγνωρίζαν όλοι.

Κι ήτο κι οι τρεις τους όμορφες, σαν κόκκινες τρανταφυλλιές,
κι η άλλ’ ήτο που τη Πάρο, κείνη που ‘θελα να πάρω.

6 – ΠΛΑΝΕΥΤΡΑ ΞΕΝΙΤΙΑ [7:40]
Λείπεις καιρό στη ξενιτιά, μαράθειν η ψυχή μου,
ο Χάρος με σημά(δ)εψε κι (δ)ε θα σε (δ)ω παι(δ)ί μου.

Μπονεντινό μου ανέφαλο, ν’ αλαργοπερπατήξεις,
και να ‘ρθεις εις τη ξενιτιά, μια μέρα να φυσήξεις.

Να φέρεις πεύκου ρετσινιά και θάλασσας αλμύρα,
Ανάθεμά σε ξενιτιά, απού πλανεύγεις τα παιδιά,
παλιό καρπάθικο σκοπό από αμπάσα λύρα.
Ο χωρισμός κι η ξενιτιά, μου ‘χουν μαράνει τη καρδιά.

Να νιώσουν και να μυριστούν και του σκοπού ν’ ακούνε,
όσοι ποθούν μα δεν μπορούν, πίσω να ξαναρθούνε.

7 – ΧΟΡΟΙ [11:52]
Σούστα
Πάνω Χορός

Reflections on the musical and poetic Karpathian identity
 and the pathos of the ξενιτεμένοι [ksenitemeni]

The music calls
I hear the voices start
I feel the wind beneath my exiled heart
As I soar above my dreams
To the place I belong
Where the cloud and mountain meet
Where the thirsty come to drink
The tears from their palms
That the Mother Mary weeps

When the music calls, when the voices start, when the yearning rivers run, the meaning of the word ξενιτεμένοι translates into the emotional turbulence of my heart.

It is the longing I feel. A pain that will not heal. A void that will not fill. It is the love that I have for the shores that I left, for the place of my birth.

It is a state of being ….. A commingling of longing and belonging.

It is this passion that this compilation of music and verse celebrates through poetic dialogue. This is in the form of rhyming verse (mandinathes), composed of two fifteen syllable lines of iambic rhythm, identical to that of Homer’s epics. It allows raw lyrical expression that churns and liberates restless emotions through uninhibited colloquy. The poetic verse is sung to different folk melodies (skopee) which vary in complexity, length and tempo.

The music is vibrant and puissant. Distinctive and evocative. It is played on traditional musical instruments. One of these, the lyre, is the successor to Apollo’s original lyra. Its legacy endures. Its benefaction touches all Karpathians. Its ancient, haunting echo plays on. Occasionally, Apollo selectively bequeaths God given talent to a chosen few of the lyre’s modern day exponents.

Yiannis D. Panagiotou is one of them ….. In his hands the lyre lives. From the wooden belly of this noble instrument he coaxes the sonorous bittersweet notes that entertained the ancient gods. Accompanied by the lute (laoϊto) in the hands of the talented Efthimios N. Vergis, the patrimonial melodies and dances ignite the musical soul of Karpathians.

The lyrics touch and lacerate. They are autobiographical. The emotional outpouring of one of the ξενιτεμένοι ….. Nick E. Diakos. His words bleed from his melancholy spirit in poignant, lyrical imagery. He distils his own feelings of alienation into searing, poetic prose that communes with the restlessness of the ξενιτεμένοι.

Yiannis and his brother, Manolis D. Panagiotou, agitate and animate the nostalgic prose. Their intensely stirring vocal interpretation both wounds and caresses and builds bridges across the seas of separation to the place I belong ….. where the cloud and mountain meet ….. where the Mother Mary weeps.

They laud and lament, bare and share, the emotions of their people. Their beliefs and their ways and their love for their place. They weave together their pain and their joy, their laughter and their tears, into an intimate musical tapestry that is uniquely Karpathian.

The artistic rapport is inspirational. A collaboration of graces. The nameless graces Alexander Pope extols in his critical literary treatise “An Essay on Criticism.” In 745 lines of rhyming couplets written in iambic pentameter, Alexander Pope dramatically breaks this strict literary pattern, only once, to pay homage to man’s artistic exhilaration in these three lines of verse.

Music resembles Poetry, in each
Are nameless graces which no methods teach,
And which a masterhand alone can reach

From a different time, from a different place, his words cross cultural divides to acknowledge the creative exaltation of the human spirit. They do so now. Through them, I feel the presence of the nameless graces in the emotional dignity of this compilation. I hear them in the music ….. I hear them in the songs.

I salute this contribution to our musical heritage. God’s will there be more. That the musical footprints of these Karpathian artists meet again. That their musical graces mark the new millennium.

John T. Lagonikos

WHEN THE YEARNING RIVERS RUN – LYRICS 
English translation by John T. Lagonikos

1 – DILEMMA [9:01]
Where do they sell the opiate, detachment’s anodyne,
So those abroad can drink, to soothe their exiled time.

I thirst to sup as well, oblivion’s narcotic guise,
Its soporific balm, to hide my tears from others’ eyes.

’Tis hard to heal the wound of isolation’s woes,
Homage to two lands is hard, whichever way it goes.

One country captivates with love and recollections,
The other offers wealth and bountiful attractions.

2 – NOSTALGIA [5:20]
How oft my thoughts reflect and roam,
To seek and clasp you, beauteous Island home.

Although I live apart and many others too,
Our hopes and dreams are to return to you.

You lured my children, you dark and wretched foreign land,
But still my heart decries, I cannot curse your thieving hand.

3 – I EMIGRATED YOUNG [7:39]
The parent pleads …..
Their charity and subsidy in abundance they bestow,
I vow to the Saints, on days divine and commonplace,
To guide our children back, to their Island birthplace.
But not the bliss and laughter, our home desires to know.
I beseech Saint Nicholas each Sunday that I go,
I light the holy lamps and one small candle’s glow.

I light a candle and I kneel and to the Saints I vow,
For all my people’s safe return, to ease my furrowed brow.

Time has journeyed on, our hardships manifold,
But still the joy of progeny, abstains untold.

The child responds …..

When in my youth I left my land, I set specific goals,
Two, three years, no more, to see again my village home.

Alas, the three turned six, the six, twenty and six became,
The foreign land, against me played, its deft seductive game.

4 – I’M LEAVING AT FIRST LIGHT [4:22]
At your front door I pause to sing to you at night,
Subdue the way you feel, I’m leaving at first light.

Keep your shutters closed, at night when you retire,
Ignore the other singing voices, remember my desire.

5 – SEARCHING FOR MY LOVE traditional song [5:23]
This traditional love song resists translation. Any such attempt would sunder its whimsical character. It is a traditional love song, its theme as old as time. A young man’s fanciful search for his true love.
From the wishing well of his imagination, he journeys forth on a metaphorical fishing fantasy in the warm waters of his dreams. In the mirrors of his mind, the reflections of his daydreams find form in both religious and mystical images, that bless and charm his quixotic quest.

6 – SEDUCTIVE FOREIGN LANDS [7:40]
Mother Karpathos calling her children, from afar
Your prolonged absence feeds upon my shattered soul,
I will not live my child, for Hades’ hounds await my soul.

Oh light Bonenti breezes gust upon the distant roads,
To breathe on distant lands, to ease our heavy loads.

To bear the resin scent, the oceans saline trail,
Damn you, enchantress foreign land and your seductive way,
And old Karpathian melodies, the sweetest lyre’s wail.
My children you’ve enticed, upon my withered heart you prey.

For those who yearn, but can’t return to smell the pungent pine,
To heed the music’s call, to hear the salty breezes whine.

7 – KARPATHIAN DANCES [11:52]
Sousta and Pano Horos